- οφρυανασπασίδης
- ὀφρυανασπασίδης, ὁ (Α)(κωμική λ.) αυτός που σηκώνει τα φρύδια του εκφράζοντας περιφρόνηση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφρύς + ἀνασπῶ + κατάλ. -ίδης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀφρυανασπασίδαι — ὀφρυανασπασίδης one who raises his eyebrows in scorn masc nom/voc pl ὀφρυανασπασίδᾱͅ , ὀφρυανασπασίδης one who raises his eyebrows in scorn masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)